- καφεπώλης
- ο1. αυτός που πουλάει καφέ2. αυτός που σερβίρει καφέ, ο ιδιοκτήτης καφενείου, ο καφετζής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καφεπώλης — ο αυτός που πουλάει καφέδες, ο ιδιοκτήτης καφενείου, ο καφετζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek